κόλαφος

κόλαφος
ο (AM κόλαφος)
ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο
νεοελλ.
βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ (-φ-). Κατ' άλλους, η λ. εμφανίζει επίθημα -φος πιθ. υπό την επίδραση τού τ. κρότα-φος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή colaphus και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. coup, ιταλ. colpo)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόλαφος — buffet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφος — ο 1. ράπισμα, μπάτσος, χαστούκι. 2. μτφ., προσβολή, εξύβριση: Ήταν κόλαφος για τον υπουργό το ρεπορτάζ της εφημερίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολάφου — κόλαφος buffet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάφους — κόλαφος buffet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφοι — κόλαφος buffet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαφον — κόλαφος buffet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • golpe — (Del lat. vulgar colupus < lat. colaphus < gr. kolaphos, bofetón.) ► sustantivo masculino 1 Acción y resultado de golpear: ■ se dio un fuerte golpe en la cabeza. SINÓNIMO coscorrón encontronazo leñazo porrazo puñetazo 2 Ruido producido al… …   Enciclopedia Universal

  • καρπαζιά — η 1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος 2. φρ. «είναι για καρπαζιές» (για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»] …   Dictionary of Greek

  • κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”